- πρόσκτηση
- [-ις (-εως)] η новое, дополнительное приобретение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρόσκτηση — η / πρόσκτησις, ήσεως, ΝΑ [προσκτῶμαι] 1. πρόσφατη ή επί πλέον απόκτηση 2. επαύξηση τών υπαρχόντων, τής περιουσίας, με νέα αποκτήματα αρχ. (σχετικά με ιδιότητες) πρόσφατη ή επί πλέον απόκτηση («πρόσκτησις τῆς ἀρετῆς», Ιεροκλ.) … Dictionary of Greek
ατομίκευση — η 1. η πρόσκτηση ιδιοτήτων που κάνουν ένα έμβιο να διακρίνεται από την ομάδα στην οποία ανήκει 2. (για πρόσωπα) η εκούσια πρόσκτηση ηθικών και πνευματικών ιδιοτήτων που καθιστούν ένα άτομο ξεχωριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατομικεύω. Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
χρηματισμός — ο, ΝΜΑ [χρηματίζω, ομαι] πρόσκτηση χρημάτων με αθέμιτα μέσα μσν. 1. εποχή, χρονική περίοδος 2. προνόμιο αρχ. 1. διαχείριση δημόσιων, εμπορικών ή πολιτικών υποθέσεων 2. σύσκεψη, παροχή ακρόασης σε κάποιον και συζήτηση μαζί του («αἱ ἐντεύξεις τῶν… … Dictionary of Greek
αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
ιόν — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… … Dictionary of Greek
κτήση — η (AM κτῆσις, έως, Α ιων. γεν. ιος) 1. απόκτηση, πρόσκτηση, κατοχή («χρημάτων καὶ κτημάτων κτῆσιν», Πλάτ.) 2. αυτό που κατέχει κάποιος, ιδιοκτησία, περιουσία, κτήμα («κτῆσίν τε ἔχειν τῶν χρυσείων μετάλλων ἐργασίας», Θουκ.) νεοελλ. ξένη χώρα που… … Dictionary of Greek
μεταποίηση — η (ΑΜ μεταποίησις) [μεταποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταποιώ, μεταβολή, τροποποίηση, μετασχηματισμός («αυτό το φόρεμα θέλει μεταποίηση») νεοελλ. (οικον.) α) δραστηριότητα που συνίσταται στον μετασχηματισμό πρώτων υλών και άλλων υλικών… … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
οικονομητήρας — ο τεχνολ. σύστημα σωλήνων που τοποθετείται κάθετα στη διαδρομή τών καυσαερίων ενός λέβητα και μέσα από το οποίο περνά το νερό τροφοδοσίας τού λέβητα για την πρόσκτηση θερμότητας από τα καυσαέρια … Dictionary of Greek
παραπροσποίησις — ήσεως, ἡ, Α [παραπροσποιούμαι] παράνομη πρόσκτηση, ιδιοποίηση ξένων πραγμάτων, σφετερισμός … Dictionary of Greek